όρκιος

όρκιος
Προσωνυμία πολλών θεών και ιδιαίτερα του Δία, του οποίου άγαλμα υπήρχε στην Ολυμπία. Σε κάθε χέρι του κρατούσε κεραυνό για εκφοβισμό των άδικων και των επίορκων, ενώ μπροστά στα πόδια του υπήρχε χάλκινη πινακίδα, όπου ήταν γραμμένες οι ποινές που επιβάλλονταν στους άδικους. Επικρατούσε η συνήθεια να θυσιάζουν ενώπιον του οι αθλητές και οι συγγενείς τους, καθώς και οι γυμναστές, για να εισέρχονται στους Ολυμπιακούς αγώνες ηθικά καθαροί. Σε αυτόν ορκίζονταν επίσης και οι κριτές των αγώνων ότι θα έκριναν τους νικητές δίκαια και ανιδιοτελώς.
* * *
ὅρκιος, -ον, θηλ. και -ία (Α) [όρκος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρκο
2. δεσμευμένος με όρκο
3. (σχετικά με θεό που επαγρυπνεί για την τήρηση τού όρκου) αυτός στον οποίο ορκίζεται κανείς («ὅμως δὲ λέξω, Ζῆνα δ' ὅρκιον καλῶ», Σοφ.)
4. φρ. «ξίφος ὅρκιον» — ξίφος στο οποίο ορκίζεται κανείς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὅρκιος — belonging to an oath masc nom sg ὅρκιος belonging to an oath masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρκιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκίους — ὅρκιος belonging to an oath masc acc pl ὅρκιος belonging to an oath masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκιε — ὅρκιος belonging to an oath masc voc sg ὅρκιος belonging to an oath masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁρκίοις — Ὅρκιος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁρκίοισι — Ὅρκιος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁρκίου — Ὅρκιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁρκίους — Ὅρκιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁρκίων — Ὅρκιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρκιε — Ὅρκιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”